τειχοϊκός

τειχοϊκός
-ή, -ό, Ν
φρ. «τειχοϊκό οξύ»
(βιοχ.) ονομασία καθενός από τα φωσφορικά οξέα τής γλυκερόλης ή τής ριβιτόλης, τα οποία αποτελούν κύρια συστατικά τών τοιχωμάτων και τών μεμβρανών τών βακτηρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”